- ἐμβρυουλκός
- ἐμβρυουλκόςcrochetmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβρυουλκός — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο μαιευτήρας για να διευκολύνει απλώς ή να φέρει σε πέρας τον τοκετό, όταν ειδικές συνθήκες, που εξαρτώνται είτε από τη μητέρα είτε από το έμβρυο, εμποδίζουν τη φυσιολογική του εξέλιξη. Παρά τις αόριστες αναφορές σχετικά … Dictionary of Greek
εμβρυουλκός — ο (ιατρ.), μαιευτικό εργαλείο σε μορφή λαβίδας, με το οποίο σε περίπτωση δύσκολου τοκετού ο μαιευτήρας πιάνει το κεφάλι του εμβρύου και τραβώντας το υποβοηθεί την έξοδο του υπόλοιπου σώματός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμβρυουλκούς — ἐμβρυουλκός crochet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυουλκῷ — ἐμβρυουλκός crochet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυουλκόν — ἐμβρυουλκός crochet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελκυστήρας — ο (AM ἑλκυστήρ) νεοελλ. 1. μέρος τού σαμαριού τού αλόγου που προσαρμόζεται στο στήθος του, μπροστινέλα 2. τρακτέρ, όχημα έλξης με ειδικούς τροχούς ή ερπύστριες για να μπορεί να κινείται σε ανώμαλο έδαφος αρχ. 1. εμβρυουλκός 2. χαλινάρι 3. ως επίθ … Dictionary of Greek
επικρουστηρουλκός — ο όργανο με το οποίο αφαιρείται ο επικρουστήρας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι κρουστήρ* + ολκός (< έλκω*) από την ετεροιωμένη βαθμίδα (ολκ ) τού θ. έλκ . Το ου ( ουλκός) αναλογικά προς τα συνηρημένα ξιφουλκός (< ξίφο ολκός), εμβρυουλκός… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
κεφαλοθρύπτης — ο εμβρυουλκός που χρησιμοποιείται για σύνθλιψη τής κεφαλής νεκρού εμβρύου μέσα στη μήτρα με σκοπό τη διευκόλυνση τής εξαγωγής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θρύπτης (< θρύπτω), πρβλ. εν θρύπτης] … Dictionary of Greek
μυδιόσκελλον — μυδιόσκελλον, τὸ (Α) μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»] … Dictionary of Greek